- μναστῆρ'
- μνᾱστῆρα , μνηστήρwooerfem acc sg (doric)μνᾱστῆρι , μνηστήρwooerfem dat sg (doric)μνᾱστῆρε , μνηστήρwooerfem nom/voc/acc dual (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μναστήρ — μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας … Dictionary of Greek
μναστήρ — μνᾱστήρ , μνηστήρ wooer fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… … Dictionary of Greek